- παραγωγή
- Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό.
Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης, η παραγωγική διαδικασία έλαβε ποικίλες ερμηνείες. Ο Αριστοτέλης θέλει η π. να συμπίπτει με τον συλλογισμό και θεμελιώνει τη θεωρία του για την π. στην ουσιαστική φύση της πραγματικότητας. Πραγματικά, η καθολικότητα των κρίσεων προέρχεται από το γεγονός ότι πρέπει να αναφέρονται στην αναγκαία υπόσταση ή ουσία του ίδιου του αντικειμένου. Οι στωικοί αντίθετα και, στη νεότερη εποχή, ο Λοκ θεμελίωσαν την π. στο αισθητό γεγονός, θεωρώντας την ως σχέση αρμονίας ή δυσαρμονίας μεταξύ των ιδεών, σχέση που γίνεται άμεσα αντιληπτή στην εμπειρία. Στη βάση λοιπόν της π. βρίσκεται το πρόδηλο της παρουσίασης και όχι η ουσιώδης δομή των αντικειμένων.
Κατά τη σύγχρονη λογική, οι κανόνες της π. μπορούν να καθοριστούν κατά ποικίλους τρόπους μέσω κατάλληλων συμβάσεων, με τις οποίες κάθε τύπος επαγωγής μπορεί να θεωρηθεί παραγωγική σχέση.
Στην οικονομική γλώσσα, ο όρος χαρακτηρίζει το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες προσφέρονται στη διάθεση των καταναλωτών τα αγαθά και οι υπηρεσίες που χρησιμεύουν για την ικανοποίηση αναγκών. Στη βάση κάθε παραγωγικής ενέργειας βρίσκεται η ανθρώπινη εργασία στις διάφορες ποικιλίες της, που περιλαμβάνουν τόσο την απλή εκτέλεση χειρωνακτικών εργασιών όσο και τις εξαιρετικά ειδικευμένες τεχνικές απασχολήσεις. Για την ολοκλήρωση και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ο άνθρωπος εξασφαλίζει τη συνεργασία μερικών εξωτερικών συντελεστών που μπορούν να συγκεντρωθούν σε δυο μεγάλες κατηγορίες, του κεφαλαίου και της φύσης. Κεφάλαιο είναι όλα όσα προέρχονται από προηγούμενη διαδικασία π. και περιλαμβάνει τόσο αγαθά-εργαλεία όσο και τα καταναλωτικά αγαθά που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία κάποιου προϊόντος. Αντίθετα από το κεφάλαιο, η φύση αντιπροσωπεύει τη συνεισφορά στην παραγωγική δραστηριότητα από δυνάμεις και στοιχεία που δεν ανάγονται άμεσα στην ανθρώπινη εργασία, όπως το κλίμα, η γεωλογική σύσταση του εδάφους, η ύπαρξη υδάτινων ρευμάτων, τα κοιτάσματα του υπεδάφους κ.ά. Έτσι για παράδειγμα, η γεωργική π. στηρίζεται στην ανθρώπινη εργασία, στη χρησιμοποίηση μηχανημάτων, σπόρων και λιπασμάτων (κεφαλαίου) και επιπλέον στη γονιμότητα του εδάφους, στην κανονικότητα των βροχοπτώσεων και σε άλλα φαινόμενα κλιματολογικού χαρακτήρα ή περιβάλλοντος (φύση).
Φύση, κεφάλαιο και εργασία, που χαρακτηρίζονται ως συντελεστές της π., κατά την έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι κλασικοί οικονομολόγοι, μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους κατά διαφορετικές αναλογίες, με την έννοια ότι η διαθέσιμη ποσότητα του ενός από τα στοιχεία αυτά δεν αποτελεί όριο για τη χρησιμοποίηση των άλλων. Έτσι, για παράδειγμα, ένα κουιντάλι στάρι μπορεί να παραχθεί με λίγη γη πάνω στην οποία εργάζονται εντατικά πολλοί γεωργοί και πολλές μηχανές, ή με μεγάλη έκταση εδάφους που καλλιεργείται με στοιχειώδη μέσα από λίγους γεωργούς. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα αυτοκίνητο μπορεί να κατασκευαστεί από πολλούς εργάτες, που χρησιμοποιούν σχετικά απλά εργαλεία, ή από λιγοστούς τεχνικούς που έχουν στη διάθεσή τους αυτόματες μηχανές. Αυτή η δυνατότητα συμπλήρωσης των συντελεστών της π. δημιουργεί προβλήματα εκλογής, γιατί οι διάφορες εναλλακτικές λύσεις, που είναι εξίσου ορθές από τεχνική άποψη, μπορεί να μην είναι ορθές από οικονομική άποψη. Όπου τα εργατικά χέρια είναι άφθονα, και επομένως φτηνά, είναι περισσότερο συμφέρον να χρησιμοποιείται μεγαλύτερος αριθμός εργατών και να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση ακριβών μηχανών, ενώ, όπου είναι υψηλή η τιμή για τη χρησιμοποίηση του εδάφους, συμφέρει ο περιορισμός της π. σε μικρές εκτάσεις με την προσφυγή στη μεγάλη χρησιμοποίηση κεφαλαιουχικών αγαθών. Η εκλογή του συνδυασμού, που είναι περισσότερο συμφέρων από ποιοτική και ποσοτική άποψη, πραγματοποιείται στην πράξη μέσα στην επιχείρηση και είναι έργο του επιχειρηματία, που με αυτή την ειδική απασχόλησή του να σκέπτεται και να οργανώνει την παραγωγική λειτουργία, αντιπροσωπεύει κατά τρόπο αυτόνομο έναν ακόμα συντελεστή της παραγωγής.
Οι νεότεροι οικονομολόγοι τείνουν να περιλάβουν στους συντελεστές της π. και το κράτος, για τη συμβολή του σε όλα τα υποκείμενα της νομικής οργάνωσης. Είναι πραγματικά αναμφισβήτητο ότι η διατήρηση της δημόσιας τάξης, η άμυνα εναντίον εξωτερικών εχθρών, η λειτουργία της δικαιοσύνης, η εκτέλεση δημοσίων έργων, η επέμβαση στα ζητήματα της εκπαίδευσης και της υγείας κλπ. αποτελούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την οργανωμένη ανάπτυξη κάθε κοινωνικής δραστηριότητας και συμβάλλουν, έστω και έμμεσα, στον σχηματισμό του εθνικού προϊόντος.
Για τη συμμετοχή του στην παραγωγική διαδικασία κάθε συντελεστής της π. δέχεται μια ειδική αμοιβή. Όποιος πρόσφερε εργασία παίρνει μισθό, εκείνος που διάθεσε κεφάλαια ή πρόσφερε τη χρήση του φυσικού συντελεστή παίρνει αντίστοιχα τόκο ή πρόσοδο, εκείνος που σχεδίασε την παραγωγική διαδικασία εισπράττει το κέρδος, και το κράτος, τέλος, επιβάλλει φόρο.
Ανάλογα με την υπεροχή του ενός συντελεστή της π. σε σχέση με τους άλλους, έχουμε διάφορες μορφές παραγωγικής δραστηριότητας. Όταν το κεφάλαιο και η εργασία προορίζονται για την εκμετάλλευση του συντελεστή φύση, έχουμε την πρωτογενή δραστηριότητα, όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία, το κυνήγι, το ψάρεμα και η εξόρυξη μεταλλευμάτων. Οι ενέργειες αυτές αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται, σε διαδοχικές φάσεις, άλλες μορφές π., που για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζονται δευτερογενείς. Κύρια δευτερογενής δραστηριότητα είναι η βιομηχανία, που ασχολείται με τη μετασκευή των αγαθών που προσφέρει η πρωτογενής π. Έτσι, η σιδηρουργική βιομηχανία επεξεργάζεται τα προϊόντα της εξορυκτικής εργασίας, η βιομηχανία τροφίμων και η υφαντουργία τα προϊόντα της γεωργίας κλπ.
Η π. όμως δεν περιορίζεται στην απόκτηση των πόρων που προσφέρει η φύση και στην κατοπινή επεξεργασία τους αλλά περιλαμβάνει και άλλες παράπλευρες ασχολίες, που σκοπό έχουν να υποβοηθήσουν τις πρωτογενείς και δευτερογενείς παραγωγικές δραστηριότητες. Τέτοιες ασχολίες είναι το εμπόριο, οι μεταφορές, η πίστη, η ασφάλεια, το χρηματιστήριο και η διοίκηση. Όλες αυτές οι δραστηριότητες είναι μέρος του τριτογενούς τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται κατά παράδοση και άλλες μορφές δραστηριοτήτων, που αποβλέπουν στην προσφορά υπηρεσιών οι οποίες δεν αποτελούν τελειοποίηση ή ολοκλήρωση μιας από τις προηγούμενες παραγωγικές διαδικασίες. Έτσι, για παράδειγμα, θεωρήθηκαν ως τριτογενείς η εκπαίδευση, η ιατρική, η επιστήμη και ακόμα η ζωγραφική, η μουσική και η λογοτεχνία. Αναμφισβήτητα και αυτές οι ασχολίες εντάσσονται στη γενική έννοια της π., γιατί ικανοποιούν ολοφάνερα μερικές ανθρώπινες ανάγκες, αλλά επειδή αμφισβητήθηκε έντονα το να περιλαμβάνονται αυτές οι ετερογενείς δραστηριότητες στον τριτογενή τομέα, τελευταία εκδηλώθηκε η τάση, κυρίως με πρωτοβουλία Αμερικανών οικονομολόγων, να αφεθούν στον τριτογενή τομέα μόνο οι ενέργειες που συνδέονται με τις προηγούμενες δραστηριότητες π. και να συγκεντρωθούν σε έναν νέο τομέα, τον τεταρτογενή, τα ελευθέρια επαγγέλματα και οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες.
Η παραγωγική δραστηριότητα στηρίζεται στην ανθρώπινη εργασία, το κεφάλαιο, που αποτελείται από τα αγαθά που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή και προέρχονται από προηγούμενη παραγωγική διαδικασία.
Η ανθρώπινη εργασία αποτελεί βασικό συντελεστή της παραγωγικής διαδικασίας.
Η φύση περιλαμβάνει όλα όσα προσφέρονται στην παραγωγή χωρίς να οφείλονται στην ανθρώπινη εργασία, όπως τα μεταλλευτικά κοιτάσματα.
Εργοστάσιο παραγωγής πετρελαίου σε περιοχή της ανατολικής Γερμανίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, ΝΜΑ [παράγω]1. το να δημιουργείται κάτι, το να αποκτά ύπαρξη κάτι2. γραμμ. α) ο σχηματισμός νέων λέξεων από τις ήδη υπάρχουσες με την προσθήκη επιθημάτων, παραγωγικών καταλήξεωνβ) το μέρος τής γραμματικής που πραγματεύεται την παραπάνω διεργασίανεοελλ.1. (οικον.-κοινων.) η δημιουργία αγαθών και υπηρεσιών που μπορούν να ικανοποιήσουν, άμεσα ή έμμεσα, ανθρώπινες ανάγκες (α. «παραγωγή αγροτικών προϊόντων» β. «παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας»)2. (οικον.-κοινων.) το σύνολο τών υλικών και πνευματικών προϊόντων, όλα όσα προέρχονται από τη δημιουργική ικανότητα τού ανθρώπου και από τη χρήση τών φυσικών και τεχνικών μέσων που έχει στη διάθεση του3. βιολ. η δημιουργία νέας οργανικής ουσίας από τους ζωντανούς οργανισμούς μιας βιοκοινωνίας4. (λογ.) λογική πράξη κατά την οποία από μια γενική ή καθολική πρόταση συνάγεται, σύμφωνα με λογικούς κανόνες, κατ' αναγκαιότητα, μια πρόταση μερική ή λιγότερο γενική ή, σε οριακή περίπτωση, εξίσου γενική5. στρ. σχηματισμός κατά τον οποίο τα διάφορα τμήματα πορεύονται σε φάλαγγα με μικρό μέτωπο, δηλ. σε δυάδες ή τριάδες6. ναυτ. σχηματισμός στόλου ο οποίος χαρακτηρίζεται από μεγάλο βάθος και στενό μέτωπο7. (στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση) η συνδυασμένη ενεργοποίηση οικονομικών, καλλιτεχνικών ή διευθυντικών παραγόντων και μέσων για την οργάνωση και παρουσίαση ενός αντίστοιχου έργου8. φρ. α) «εθνική παραγωγή» — το σύνολο τών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται από την εθνική οικονομία στη διάρκεια ενός έτουςβ) «εξατομικευμένη παραγωγή» — η χρησιμοποίηση ξεχωριστής παραγωγικής διαδικασίας για κάθε παραγόμενο προϊόν που έχει δικά του χαρακτηριστικά και δικές του ιδιότητεςγ) «μαζική παραγωγή» — παραγωγή προϊόντων εν σειρά και σε μεγάλες ποσότητεςδ) «βιολογική παραγωγή»βιολ. η ποσότητα τής θερμότητας σε χιλιοθερμίδες που θα απελευθερωνόταν από την πλήρη οξείδωση τών οργανικών ουσιών οι οποίες παράγονται ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας το έτος ή η ξηρά οργανική ουσία σε γραμμάρια που έχει παραχθεί ανά τετραγωνικό μέτρο το έτοςε) «πρωτογενής παραγωγή»i) (οικον.) το σύνολο τών παραγωγικών διαδικασιών επί τού φυσικού περιβάλλοντος καθώς και το σύνολο τών προϊόντων αυτών τών διαδικασιών, δηλαδή τής γεωργίας, τής κτηνοτροφίας, τής αλιείας, τής εξόρυξηςii) βιολ. η φωτοχημική ενέργεια που δεσμεύεται από τα φυτά με τη μορφή οργανικών ενώσεωνστ) «δευτερογενής παραγωγή»i) (οικον.) η βιοτεχνία και η βιομηχανία καθώς και τα προϊόντα τουςii) βιολ. η παραγωγή νέας βιομάζας από τους ετερότροφους οργανισμούςζ) «τριτογενής παραγωγή»(οικον.) οι κάθε είδους υπηρεσίες που βοηθούν στη μεταφορά τών προϊόντων και στις οικονομικές συναλλαγές, όπως είναι λ.χ. οι μεταφορές, το εμπόριο, οι τράπεζες κ.ά.η) «διαχείριση παραγωγής»(οικον.) ο σχεδιασμός και ο έλεγχος τών διαδικασιών βιομηχανικής παραγωγής έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία τών διαδικασιών αυτών στο επιθυμητό επίπεδοθ) «θεωρία παραγωγής»(οικον.) το μέρος τής μικροοικονομικής θεωρίας που πραγματεύεται τη σχέση μεταξύ τής μεταβολής τού επιπέδου παραγωγής και τής ποσότητας τών παραγωγικών συντελεστών με σκοπό την παροχή πληροφοριών βάσει τών οποίων προσδιορίζεται το ελάχιστο κόστος που μπορεί να επιτευχθείι) «συνάρτηση παραγωγής»μαθημ. η εξίσωση που εκφράζει τη σχέση ανάμεσα στις ποσότητες τών χρησιμοποιούμενων παραγωγικών συντελεστών και στην ποσότητα παραγωγής που επιτυγχάνεταιαρχ.1. το να οδηγεί κανείς κάτι κοντά ή πέρα από κάτι («τοῑς δὲ πλοίοις χρήσαντο εἰς παραγωγήν», Ξεν.)2. η παρουσίαση προσώπων από τον ρήτορα στο δικαστήριο με επιδίωξη την απόσπαση τού οίκτου τού δικαστηρίου για τον κατηγορούμενο3. στρ. α) μετάταξη από φάλαγγα σε παράταξηβ) πορεία με παράταξη μάχηςγ) στρατιωτικό σώμα σε πορεία4. το αθόρυβο ολίσθημα τών κουπιών κατά την κωπηλασία5. η κατά μήκος κίνηση τών χεριών κατά τη μάλαξη6. εκτροπή από τον κανονικό δρόμο, παραστράτημα, παραπλάνηση («ἀναγκαζόμενος τῷ τε ὅρκῳ καὶ τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ», Ηρόδ.)7. (στη ρητορική) ψευδές επιχείρημα, σόφισμα8. κακή διαγωγή, ανήθικη συμπεριφορά9. παράβαση νόμου10. ιατρ. α) εξάρθρωση μέλους τού σώματος, στραμπούληγμαβ) συναρμογή εξαρθρωμένου ή σπασμένου μέλους11. (για διάλ.) παραλλαγή («γλῶσσαν δὲ οὐ τὴν αὐτὴν οὗτοι νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων», Ηρόδ.)12. γραμμ. α) σχηματισμός τύπων, κλίσηβ) (για συλλαβή) προσθήκη στο τέλος λέξης13. άδεια εισαγωγής ή μεταφοράς14. εφοδιασμός15. έξοδος, αποβίβαση στην ξηρά16. (για πλοίο) προσέγγιση στην ξηρά17. επιβράδυνση, αργοπορία.
Dictionary of Greek. 2013.